Ρωμαϊκή αυτοκρατορία Α! - Δωδεκανησιακή Ένωση Επιστημόνων Πανεπιστημίων Ιταλίας

 
 

Free Hit Counter


Επισκέψεις

 
 
   
     
     
     

Newsletter

Ρωμαϊκή αυτοκρατορία Α!

Η ΡΩΜΑΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ » Ρωμαϊκή αυτοκρατορία Α!



Αργότερα, το παλαιό Βυζάντιο έγινε η πρωτεύουσα μιας παγκόσμιας αυτοκρατορίας και ονομάσθηκε ''Πόλη του Κωνσταντίνου'', ''Κωνσταντινούπολη'', ή, ακόμη απλούστερα, ''Πόλη''. Η νέα πρωτεύουσα υιοθέτησε το πολεοδομικό σύστημα της Ρώμης και διαιρέθηκε σε δεκατέσσερα διαμερίσματα, από τα οποία, τα δύο βρίσκονταν έξω από τα τείχη της πόλεως. Από τα μνημεία της εποχής τού Κωνσταντίνου σχεδόν κανένα δεν σώζεται. Οπωσδήποτε όμως ο ναός της Αγίας Ειρήνης, ο οποίος ξαναχτίστηκε την εποχή τού Μεγάλου Ιουστινιανού και του Λέοντος Γ', χρονολογείται από την εποχή του Κωνσταντίνου και σώζεται ακόμη.

Η φημισμένη μικρή οφιοειδής στήλη των Δελφών (5ος π.Χ. αιώνας), που είχε ανεγερθεί σε ανάμνηση της μάχης των Πλαταιών και είχε μεταφερθεί από τον Κωνσταντίνο στη νέα πρωτεύουσα -στον Ιππόδρομο- υπάρχει ακόμη, αν και είναι κάπως φθαρμένη. Ο Κωνσταντίνος -με την μεγαλοφυΐα του- εκτίμησε όλες τις οικονομικές, πολιτικές και πολιτιστικές δυνατότητες της πόλεως. Πολιτικώς η Κωνσταντινούπολη -ή, όπως συχνά λεγόταν, η «Νέα Ρώμη»- είχε εξαιρετικές δυνατότητες αντιστάσεως κατά των εξωτερικών εχθρών, διότι, ενώ ήταν απρόσιτη από την θάλασσα, από την ξηρά προστατευόταν με τα τείχη.

Οικονομικώς είχε υπό τον έλεγχό της όλο το εμπόριο της Μαύρης Θάλασσας με το Αιγαίο και τη Μεσόγειο, πράγμα που την έκανε εμπορικό μεσολαβητή μεταξύ της Ευρώπης και της Ασίας. Τελικά, από πολιτιστικής πλευράς, η Κωνσταντινούπολη, είχε το μεγάλο πλεονέκτημα να βρίσκεται κοντά στα πιο αξιόλογα κέντρα τού Ελληνικού Πολιτισμού, τα οποία, υπό την επίδραση τού Χριστιανισμού, συνετέλεσαν στη δημιουργία ενός νέου πολιτισμού: τού Χριστιανο-Ελληνο-Ρωμαϊκού ή «Βυζαντινού» Πολιτισμού. Σχετικά με το ζήτημα αυτό, ο Θ: Ουσπένσκι γράφει τα εξής:

«Η εκλογή της θέσεως για την νέα πρωτεύουσα, η ίδρυση της Κωνσταντινουπόλεως και η δημιουργία μιας νέας οικουμενικής, ιστορικής πόλεως, αποτελούν ένα από τα μεγαλύτερα κατορθώματα της πολιτικής και διοικητικής μεγαλοφυΐας του Κωνσταντίνου. Δεν αποτελεί το διάταγμα της θρησκευτικής ανοχής το μεγαλύτερο καλό που έκανε ο Κωνσταντίνος στην ανθρωπότητα, γιατί οπωσδήποτε οι Διάδοχοί του θα αναγκάζονταν να δώσουν στον Χριστιανισμό τη θέση εκείνη που του ανήκε, δίχως η αναβολή αυτή να βλάψει καθόλου τον Χριστιανισμό. Μεταφέροντας όμως την διεθνή πρωτεύουσα στην Κωνσταντινούπολη, ο Κωνσταντίνος έσωσε τον Αρχαίο Πολιτισμό και δημιούργησε ένα ευνοϊκό πλαίσιο για τη διάδοση του Χριστιανισμού».

Μετά την περίοδο του Μεγάλου Κωνσταντίνου, η Κωνσταντινούπολη έγινε το πολιτικό, θρησκευτικό, οικονομικό και πνευματικό κέντρο της Αυτοκρατορίας.

ΟΙ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΔΙΟΚΛΗΤΙΑΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Οι μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού και του Κωνσταντίνου παρουσιάζουν τα εξής κύρια χαρακτηριστικά:

  • Πρώτον, την αυστηρή συγκέντρωση των εξουσιών.
  • Δεύτερον, την καθιέρωση μιας υπερμεγέθους γραφειοκρατίας.
  • Τρίτον, τον σαφή διαχωρισμό της στρατιωτικής από την πολιτική εξουσία.

Οι μεταρρυθμίσεις αυτές δεν ήταν νέες ούτε απρόσμενες. Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία άρχισε, ήδη από την εποχή του Αυγούστου, να τείνει προς το συγκεντρωτικό σύστημα. Παράλληλα με την απορρόφηση των νέων περιοχών της Ελληνιστικής Ανατολής, η οποία είχε αναπτύξει -δια μέσου των αιώνων- έναν ανώτερο πολιτισμό και παλαιά πρότυπα διοικήσεως -ιδιαίτερα στις επαρχίες της Πτολεμαϊκής Αιγύπτου- η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία δανειζόταν τις συνήθειες και τα Ελληνιστικά ιδανικά των νεoαπoκτημένων χωρών.

Το κύριο χαρακτηριστικό των κρατών που χτίστηκαν πάνω στα ερείπια της Αυτοκρατορίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, δηλαδή της Περγάμου των Ατταλιδών, της Συρίας, των Σελευκιδών και της Αιγύπτου των Πτολεμαίων, υπήρξε η απεριόριστη και θεοποιημένη δύναμη των μοναρχών, δύναμη που την βλέπουμε, στην κύριά της έκφανση, στην Αίγυπτο. Για τον λαό της Αιγύπτου, ο Αύγουστος και οι διάδοχοί του είχαν την ίδια Θεϊκή δύναμη που διέθεταν, πριν από αυτόν, οι Πτολεμαίοι. Η αντίληψη όμως αυτή ήταν τελείως αντίθετη προς τον τρόπο, με τον οποίο αντιλαμβάνονταν οι Ρωμαίοι την έννοια της εξουσίας τού ηγεμόνα, προσπαθώντας να πετύχουν μια σύνθεση των δημοκρατικών αρχών της Ρώμης με τις νέες μορφές εξουσίας.


Η πολιτική επιρροή όμως της Ελληνιστικής Ανατολής, σιγά-σιγά, μείωσε τη δύναμη των Ρωμαίων ηγεμόνων, οι οποίοι γρήγορα εκδήλωσαν την προτίμησή τους προς τις περί Αυτοκρατορικής εξουσίας αντιλήψεις της Ανατολής. Ο Σουητώνιος αναφέρει ότι ο Αυτοκράτορας τού 1ου αιώνα Καλιγούλας, ήταν πρόθυμος να δεχθεί το Αυτοκρατορικό διάδημα ενώ -όπως μας πληροφορούν οι σχετικές πηγές- ο Αυτοκράτορας του 3ου αιώνα, Ηλιογάβαλος, φορούσε το διάδημα μέσα στο παλάτι του. Επίσης είναι γνωστό ότι ο Αυτοκράτορας Αυρηλιανός, φόρεσε πρώτος επίσημα το διάδημα και ότι οι επιγραφές και τα νομίσματα τον ονομάζουν «Θεό» και «Κύριο» (Deus Aurelianus, Imperator Deus et Dominus Aurelianus Augustus).

Ο Αυρηλιανός εγκαθίδρυσε τον απολυταρχικό τύπο διοικήσεως της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η διαδικασία ανάπτυξης της Αυτοκρατορικής εξουσίας κατ' αρχήν με βάση την Πτολεμαϊκή Αίγυπτο και αργότερα υπό την επιρροή της Περσίας των Σασσανιδών, ολοκληρώθηκε τον 4ο αιώνα. Ο Διοκλητιανός και ο Κωνσταντίνος ήθελαν να πετύχουν μια οριστική οργάνωση της μοναρχίας και για τον σκοπό αυτό αντικατέστησαν τους Ρωμαϊκούς θεσμούς με τις συνήθειες που επικρατούσαν στην Ελληνιστική Ανατολή και που ήταν ήδη γνωστές στη Ρώμη, κυρίως δε μετά την εποχή του Αυρηλιανού. Η περίοδος τής στρατιωτικής αναρχίας και της ανωμαλίας τού 3ου αιώνα προξένησε μεγάλη ζημιά στην εσωτερική οργάνωση της Αυτοκρατορίας.

Για ένα μικρό διάστημα ο Αυρηλιανός βοήθησε στην αποκατάσταση την ενότητάς της και για το κατόρθωμά του αυτό, σύγχρονές του επιγραφές τον αποκαλούν «Ανακαινιστή του κόσμου» (Restitutor Orbis). Αλλά τον θάνατό του ακολούθησε μια περίοδος ανωμαλίας και, τότε, ο Διοκλητιανός αποφάσισε να οργανώσει το κράτος του με βάση ένα καλό και ταχτικό σχέδιο, με αποτέλεσμα μια μεγάλη διοικητική μεταρρύθμιση. Τόσο ο Διοκλητιανός όσο και ο Κωνσταντίνος εισήγαγαν διοικητικές μεταρρυθμίσεις τέτοιας εκτάσεως και σημασίας, ώστε να είναι δυνατόν οι δύο αυτοί Αυτοκράτορες να θεωρηθούν ως οι πραγματικοί δημιουργοί ενός νέου τύπου Μοναρχίας, που δημιουργήθηκε κάτω από τη ισχυρή επίδραση της Ανατολής.

Ο Διοκλητιανός, ο οποίος, έχοντας ζήσει για μεγάλο διάστημα στη Νικομήδεια, είχε ιδιαίτερη προτίμηση για την Ανατολή, υιοθέτησε πολλές χαρακτηριστικές συνήθειες των Μοναρχιών της Ανατολής. Υπήρξε ένας αληθινός απόλυτος Μονάρχης, ένας Αυτοκράτορας - Θεός, που φορούσε το Αυτοκρατορικό διάδημα και που καθιέρωσε στην Αυλή του την πολυτέλεια και το πολύπλοκο πρωτόκολλο της Ανατολής. Οι υπήκοοί του, όταν πετύχαιναν μια ακρόαση, έπρεπε να γονατίσουν πριν τολμήσουν να σηκώσουν τα μάτια τους να δουν τον Άρχοντά τους. Ο Αυτοκράτορας, καθώς και καθετί το σχετικό με αυτόν -τα λόγια του, η Αυλή του και ο θησαυρός του- εθεωρούντο ιερά.

Η Αυλή του, την οποία αργότερα ο Κωνσταντίνος μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη, απορροφούσε τεράστια χρηματικά ποσά, ενώ συγχρόνως ήταν το κέντρο πολλών συνωμοσιών και ραδιουργιών, που προκάλεσαν, κατόπιν, στο Βυζάντιο, πολλές σοβαρές περιπλοκές. Έτσι η απόλυτη μοναρχία -σε όμοια με τον δεσποτισμό της Ανατολής- καθιερώθηκε οριστικά από τον Διοκλητιανό, για να γίνει ένα από τα κύρια στοιχεία της διοικητικής οργανώσεως της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Με τον σκοπό να συστηματοποιήσει την οργάνωση της τεράστιας Αυτοκρατορίας του -που είχε στην εξουσία της πολλές φυλές- ο Διοκλητιανός καθιέρωσε το σύστημα της τετραρχίας.

Η διοικητική εξουσία διαμοιράστηκε σε δύο Αυγούστους, που είχαν ίσα δικαιώματα. Ο ένας από αυτούς ζούσε στο ανατολικό και ο άλλος στο δυτικό τμήμα της Αυτοκρατορίας, αλλά και οι δύο έπρεπε να εργάζονται για τα συμφέροντα του ενιαίου Ρωμαϊκού κράτους. Η Αυτοκρατορία έμενε αδιαίρετη, αν και η ύπαρξη δύο Αυγούστων έδειχνε την αναγνώριση ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ της Ελληνικής Ανατολής και της Λατινικής Δύσεως, και ότι η διοίκηση των δύο αυτών τμημάτων δεν μπορούσε ν' ανατεθεί στο ίδιο πρόσωπο. Κάθε Αύγουστος είχε ως βοηθό του έναν καίσαρα, ο οποίος στην περίπτωση θανάτου ή παραιτήσεως του Αυγούστου γινόταν ο ίδιος Αύγουστος, αποκτώντας νέον καίσαρα.

Το σύστημα αυτό είχε σκοπό να εξαλείψει τις περιπλοκές και τις συνωμοσίες που θα μπορούσαν να προκληθούν από τις φιλοδοξίες των διαφόρων ανταγωνιστών, ενώ απέβλεπε συγχρόνως στο να εκμηδενίσει την αποφασιστική επιρροή των λεγεώνων κατά την περίοδο εκλογής νέου Αυτοκράτορα. Ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός υπήρξαν οι δύο πρώτοι Αύγουστοι, με καίσαρες τον Γαλέριο και τον πατέρα, του Μεγάλου Κωνσταντίνου, τον Κωνστάντιο Χλωρό. Ο Διοκλητιανός είχε στην εξουσία του τις επαρχίες της Ασίας και της Αιγύπτου με κέντρο του την Νικομήδεια, ενώ ο Μαξιμιανός κράτησε την Ιταλία, την Αφρική και την Ισπανία με κέντρο τα Μεδιόλανα (Μιλάνο).

Ο Γαλέριος εξουσίαζε τη Βαλκανική Χερσόνησο και τις παρακείμενες επαρχίες τού Δούναβη, με κέντρο το Σίρμιον στον ποταμό Σάβο (κοντά στο σημερινό Mitrovitz), ενώ ο Κωνστάντιος ο Χλωρός κράτησε τη Γαλατία και τη Βρετανία με κέντρα την Αουγκούστα Τρεβιρίρουμ (Augusta Trevirorum, Τρηρ) και το Εβόρακον (Eburacum, Γιορκ). Και οι τέσσερις άρχοντες ήταν άρχοντες μιας ενιαίας Αυτοκρατορίας και όλα τα διατάγματα κυκλοφορούσαν με το όνομα και των τεσσάρων. Αν και θεωρητικά οι δύο Αύγουστοι ήταν ίσοι μεταξύ τους, ο Διοκλητιανός, ως Αυτοκράτορας, είχε μια αποφασιστική υπεροχή. Οι καίσαρες ήταν υπό την εξουσία των Αυγούστων.

Ύστερα από ορισμένη περίοδο, οι Αύγουστοι έπρεπε να παραχωρήσουν τους τίτλους τους στους καίσαρες. Πράγματι, ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός παραιτήθηκαν το 305 και αποσύρθηκαν, ενώ ο Γαλέριος και ο Κωνσταντίνος ο Χλωρός έγιναν Αύγουστοι. Αλλά οι ανωμαλίες που ακολούθησαν είχαν ως αποτέλεσμα την κατάργηση τού συστήματος της τετραρχίας, που έπαψε να υφίσταται ήδη από τις αρχές τού 4ου αιώνα. Ο Διοκλητιανός εισήγαγε νέους θεσμούς στη διοίκηση των επαρχιών. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του όλες οι επαρχίες εξηρτώντο απευθείας από τον Αυτοκράτορα, ενώ πριν οι διοικητές των επαρχιών είχαν μεγάλη δύναμη στα χέρια τους.

Η κατάσταση αυτή δημιουργούσε πολλά σοβαρά προβλήματα για την κεντρική διοίκηση, γιατί συχνά οι διοικητές των επαρχιών, με την στήριξη του στρατού τους, επαναστατούσαν εναντίον του Αυτοκράτορα. Ο Διοκλητιανός, όμως, επιθυμώντας ν' απαλλαγεί από την απειλή των μεγάλων επαρχιών, αποφάσισε να τις διαιρέσει σε μικρότερες περιοχές. Έτσι οι 57 επαρχίες που υπήρχαν όταν ανέλαβε την εξουσία, διαιρέθηκαν σε 96 ή και περισσότερες. Ο ακριβής αριθμός των μικρότερων επαρχιών που δημιούργησε ο Διοκλητιανός δεν είναι γνωστός, γιατί οι σχετικές πηγές δεν μας δίνουν ικανοποιητικές πληροφορίες για το ζήτημα αυτό.