ΑΛΩΣΗ ΚΩΝΣΤ/ΠΟΛΗΣ - Δωδεκανησιακή Ένωση Επιστημόνων Πανεπιστημίων Ιταλίας

 
 

Free Hit Counter


Επισκέψεις

 
 
   
     
     
     

Newsletter

ΑΛΩΣΗ ΚΩΝΣΤ/ΠΟΛΗΣ


ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ KAI ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΛΙΓO ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ 

Την άνοιξη του 1453 η ιστορία άνοιξε την αυλαία της για να παρουσιάσει ένα από τα μεγαλύτερα δράματα που παίχτηκαν ποτέ στη σκηνή της. Πρωταγωνιστές του από τη μια πλευρά ο  Οθωμανικός στρατός και ο νεαρός και φιλόδοξος σουλτάνος Μωάμεθ Β', και από την άλλη ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΙΑ' Παλαιολόγος και οι υπερασπιστές της Κωνσταντινούπολης, πρωτεύουσας μιας Αυτοκρατορίας που είχε μείνει προ πολλού σκιά του εαυτού της. Η υπεροχή των πολιορκητών ήταν συντριπτική, σε αριθμούς, σε όπλα, σε οργάνωση.

Είναι η πρώτη φορά στην ιστορία που γίνεται μαζική χρήση πυροβολικού. Όμως η έκβαση του δράματος κρίθηκε σχεδόν τυχαία, μέσα σε λίγες ώρες, στις 29 Μαΐου. Η ολοκληρωτική κατάλυση της Κωνσταντινούπολης, της πάλαι ποτέ βασιλίδος των πόλεων αποτελούσε το φυσικό και αναμενόμενο ίσως τέλος μιας Αυτοκρατορίας, η οποία είχε εξαντληθεί από τη Φράγκικη κατάκτηση των τελευταίων αιώνων και δεν μπόρεσε ποτέ να ανακάμψει. 


α) Μωάμεθ Β' και Κωνσταντίνος ΙΑ'

Ο άνθρωπος που επρόκειτο να σφίξει τη Μουσουλμανική θηλιά γύρω από την Κωνσταντινούπολη γεννήθηκε το 1430 ή το 1432, δέκα χρόνια μετά την ανεπιτυχή προσπάθεια του πατέρα του Μουράτ να καταλάβει την πρωτεύουσα. Παρ' όλη τη αποτυχημένη αυτή προσπάθεια του Μουράτ δεν πρέπει να αμφιβάλλει κανείς, ότι η οικονομική, πολιτική και στρατιωτική δύναμη του Βυζαντίου έχει ήδη πληγεί ανεπανόρθωτα, καθώς ακόμη και όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1402 υπέστη ολοκληρωτική συντριβή στη μάχη της Άγκυρας από τον Τιμούρ και τους Μογγόλους, το Βυζάντιο δεν μπόρεσε να εκμεταλλευτεί την κατάσταση και να ανασυντάξει τις δυνάμεις του.

Η εξαντλημένη Αυτοκρατορία δεν ήταν πια σε θέση να αναγεννηθεί και απλά πήρε παράταση ζωής μερικών ακόμη δεκαετιών. Άλλωστε και από γεωγραφικής απόψεως η άλλοτε απειρομεγέθης και κραταιά Αυτοκρατορία δεν ήταν πλέον παρά λίγο μεγαλύτερη από τη μισή Πελοπόννησο, αποτελούμενη από την πρωτεύουσα της Κωνσταντινούπολη και τα περίχωρα της, τα οποία κάλυπταν μια έκταση εκατόν πενήντα χιλιομέτρων προς τα βορειανατολικά, ενώ στο εσωτερικό της, στη συνοικία του Γαλατά, είχαν εδραιώσει την παρουσία τους Βενετοί και Γενοβέζοι, οι οποίοι κινούσαν τα νήματα στο εμπόριο και έλεγχαν σε μεγάλο βαθμό την οικονομία της πρωτεύουσας.

Η τελευταία προσπάθεια του Χριστιανικού κόσμου να αντιμετωπίσει την Οθωμανική εξάπλωση υπήρξε οδυνηρή και έσβησε κάθε ελπίδα για ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Στη μάχη της Βάρνας στις 10 Νοεμβρίου 1444 ο Χριστιανικός στρατός και οι σταυροφόροι παρά τον ηρωισμό τους ηττήθηκαν και ο στρατός τους εξολοθρεύτηκε ολοκληρωτικά. Η αναλογία σταυροφόρων προς Τούρκους ήταν ένας προς τρεις. Οι σταυροφόροι πολέμησαν με γενναιότητα, ώσπου ο ένας από τους ηγέτες, ο Λαδίσλαος, αλλά και ο καρδινάλιος Τσεζαρίνι σκοτώθηκαν. Ελάχιστοι Χριστιανοί επέζησαν και μαζί με αυτούς και ο δεύτερος ηγέτης της σταυροφορίας, ο Ουνυάδης.

Την ίδια τύχη είχε τον Οκτώβριο του 1448 στο Κοσσυφοπέδιο μια νέα, η ύστατη πλέον, σταυροφορική προσπάθεια του βασιλιά της Ουγγαρίας Ουνυάδη, ο οποίος προέλασε στη Σερβία με δικό του στρατό και συγκρούστηκε στην πεδιάδα του Κοσσυφοπεδίου με το στρατό του Μουράτ και του Μωάμεθ. Οι Ούγγροι αποδεκατίστηκαν, ενώ ο Ουνυάδης κατάφερε άλλη μια φορά να σωθεί και να δραπετεύσει. Οι ελπίδες για μια οργανωμένη προσπάθεια της δυτικής Χριστιανοσύνης απώθησης των Τούρκων από την Ευρώπη είχαν εξανεμιστεί. Η άμυνα τώρα ήταν πιο σημαντική από την επίθεση.

Η ύπαρξη άμεσου κινδύνου είχε καταστεί συνείδηση σε όλους και οι περισσότεροι πίστευαν ότι το τέλος πλησίαζε και κάθε είδους προσπάθειες ήταν ίσως μάταιες. Και ενώ ο Κωνσταντίνος ΙΑ' προσπαθούσε να ενώσει τις πόλεις της Ηπείρου και της Στερεάς δημιουργώντας κοινό μέτωπο στον Ελλαδικό χώρο για να αντιμετωπίσει τους Τούρκους ο σουλτάνος Μουράτ Β' εκμεταλλευόμενος την επιτυχία του στη Βάρνα εισέβαλε στην Πελοπόννησο το 1446 και κατέστρεψε τις Βυζαντινές πόλεις και τα χωριά.

Στο μεταξύ μετά τη σύναψη συνθήκης με το σουλτάνο και την αναγνώριση της επικυριαρχίας του ο Κωνσταντίνος κλήθηκε να αναλάβει το θρόνο της Κωνσταντινούπολης, καθώς στις 31 Οκτωβρίου 1448 ο Αυτοκράτορας Ιωάννης Η' πέθανε άτεκνος και δεν υπήρχε άλλος καταλληλότερος να αναλάβει τη διακυβέρνηση της Αυτοκρατορίας. Στις 6 Ιανουαρίου 1449 ο Κωνσταντίνος ΙΑ' στέφθηκε Αυτοκράτορας στο Μοριά και στις 12 Μαρτίου του ίδιου έτους εισήλθε στην Κωνσταντινούπολη, όπου και έγινε δεκτός με θερμές εκδηλώσεις από όλο το λαό. Στην τελετή της στέψης, η οποία υπήρξε ανεπίσημη και επιπλέον ήταν η πρώτη και η τελευταία στέψη Αυτοκράτορα εκτός της Κωνσταντινούπολης, παρευρέθη και ο ίδιος ο ιστορικός Σφραντζής.

Τη διοίκηση του Μοριά ανέλαβαν τα αδέρφια του Κωνσταντίνου, Δημήτριος και Θωμάς, αλλά οι έριδες μεταξύ τους και η Τουρκική υποστήριξη, την οποία επεδίωξε για μια ακόμη φορά ο Δημήτριος οδήγησαν τη σχέση τους σε ρήξη. Οι αντιπαλότητες μεταξύ των δύο αδερφών θα είχαν, όπως και αποδείχτηκε, διπλό αντίκτυπο, τόσο στην ίδια την Πελοπόννησο, η οποία περιήλθε σε χάος εξαιτίας των συγκρούσεων των δύο αδελφών, όσο και στην Κωνσταντινούπολη, που στερήθηκε το κυριότερο έρεισμα της κατά την τελευταία οθωμανική επίθεση εναντίον της, μετά από τέσσερα χρόνια.

Η αποφασιστικότητα της μητέρας του Ελένης, ήταν αυτή που έσωσε την κατάσταση, καθώς διεκδίκησε και ανέλαβε την αντιβασιλεία μέχρι να φθάσει ο Κωνσταντίνος στην Πόλη από την Πελοπόννησο, γιατί οι πρώτοι που έσπευσαν να αμφισβητήσουν την εκλογή του ήταν οι δύο αδερφοί του, Δημήτριος και Θωμάς. Άλλωστε ο Κωνσταντίνος ήταν πάντοτε ο εκλεκτός της και ήταν περήφανος, που είχε το Σερβικό οικογενειακό όνομα της Δραγάτσης ή Δραγάσης μαζί με το όνομα Παλαιολόγος του πατέρα του. Ένα θέμα το οποίο απασχόλησε ιδιαίτερα τον Κωνσταντίνο από τη στιγμή της αναγόρευσης του σε Αυτοκράτορα του Βυζαντίου και μέχρι την έναρξη της πολιορκίας ήταν η αναζήτηση συζύγου.

Δεν επρόκειτο βέβαια για κάποια ιδιοτροπία του, αλλά για εξεύρεση λύσης σε δύο σοβαρά προβλήματα της Αυτοκρατορίας, δηλαδή την κατοχύρωση της Αυτοκρατορικής διαδοχής και το πιο σημαντικό, την εξασφάλιση συμμάχων μέσω της οικογένειας της νύφης. Το ζήτημα διαιώνισης της άρχουσας δυναστείας των Παλαιολόγων υπήρξε πιο καίριο και πιο επιτακτικό από ποτέ. Ο Αυτοκράτορας είχε νυμφευθεί ήδη δύο φορές, αλλά και οι δύο σύζυγοι του είχαν πεθάνει πρόωρα, η πρώτη ονόματι Θεοδώρα το Νοέμβριο του 1429 και η δεύτερη, η Αικατερίνη, τον Ιούλιο του 1442 αφήνοντας τον χήρο και άτεκνο.

Την αναζήτηση τρίτης συζύγου ανέλαβε ο έμπιστος γραμματέας του Κωνσταντίνου και ένας από τους «Ιστορικούς της Άλωσης», ο Γεώργιος Σφραντζής και αποδείχτηκε ιδιαίτερα δύσκολη υπόθεση, εξαιτίας της δυσμενούς οικονομικής κατάστασης αλλά και της πολιτικής αδυναμίας της καταρρακωμένης Αυτοκρατορίας. Καθώς όμως οι εξελίξεις ήταν ραγδαίες η αναζήτηση διακόπηκε χωρίς να βρεθεί κάποια λύση. Το Φεβρουάριο του 1451 πέθανε ο σουλτάνος Μουράτ, ο φοβερός εχθρός και άσπονδος αντίπαλος του Ιωάννη Παλαιολόγου, ο τρόμος των Χριστιανών.


Η είδηση αντιμετωπίστηκε με μεγάλη χαρά από τους άρχοντες της Δύσης, καθώς πίστευαν ότι ο γιος του Μωάμεθ, ο οποίος ανέλαβε τη διακυβέρνηση, θα τηρούσε τη συνθήκη ειρήνης που είχε συνάψει ο πατέρας του με τους Βυζαντινούς και λόγω του νεαρού της ηλικίας του ότι δεν αποτελούσε σοβαρό κίνδυνο για την Αυτοκρατορία. Ο νέος σουλτάνος ήταν πιο επικίνδυνος από ό, τι φαινόταν και για λίγο διάστημα κατάφερε να κρύψει την επιθετική του φύση κάτω από το προσωπείο της καλής θέλησης. Η ψευδαίσθηση που δημιουργήθηκε στους ηγεμόνες της Δύσης επιβεβαιώθηκε αρχικά από την προθυμία του σουλτάνου να επικυρώσει συνθήκες ειρήνης που είχε παλαιότερα συνάψει ο πατέρας του.